Παρασκευή 10 Νοεμβρίου 2017

Ένα κι ένα κάνουν δύο

https://neapoliotis.blogspot.de/2017/11/blog-post_98.html

Αυτό που θέλω να ξεκαθαρίσω από την αρχή είναι ότι εγώ δεν ξέρω μπουζούκι και ούτε θέλω να κάνω τον ειδικό και τον καμπόσο με αυτά που γράφω. Απλά θα ήθελα να μοιραστώ μαζί σας μερικές στιγμές από τη ζωή μου και να πω με την ευκαιρία δύο σκέψεις που έχω μέσα στο μυαλό. Για το μπουζούκι και για το ρεμπέτικο.

Η παλιά η γειτονιά

Σε μια φτωχογειτονιά της Νεάπολης μεγάλωσα. Στη Νεάπολη του Περαία. Πίσω από το γήπεδο του Ιωνικού, τέρμα κήπος, στο ύψωμα. Κοκκινόβραχος. Από έναν χωματόδρομο ανεβοκατεβαίναμε την ανηφόρα για την Πλατεία Σπάθας, στη λεωφόρο Αθηνών. Λεωφόρος Δημοκρατίας σήμερα. Δέκα με δεκαπέντε σπίτια υπήρχαν εκεί πάνω. Όλα με κεραμίδι σκεπασμένα.






Εδώ είμαι με τα αδέρφια μου, στην αλάνα που ήταν μπροστά στο πατρικό και από πίσω η κόρη του Γιώργου Μάμμου, η Κωνσταντίνα.
Τις Κυριακές ανηφόριζαν οι γυναίκες από τις κάτω γειτονιές και μάζευαν χόρτα μέσα στις ποδιές τους. Μια περιοχή γεμάτη βράχια και θυμάρια. Πάμε στο βουνό έλεγαν, για βόλτα. Καμμιά φορά πέρναγε και κανένας γύφτος, που είχε ή μια αρκούδα δεμένη να χορεύει ή μια καμήλα για να βγάζει ο κόσμος φωτογραφίες. Μανιάτες πολλοί, οι Βραχνάδες, και κάνα δυο οικογένειες μοναχικές και σκόρπιες, όπως του Μάμμου και η δική μας. Αυτή ήταν η γειτονιά μου και ο κόσμος που μεγάλωσα. Μια γειτονιά που δεν είχαμε πολλά, αλλά τα είχαμε όλα. Πολλοί με τα άλογα και σούστες στις αυλές, όπως και ο γέρος μου στην αρχή. Φόρτωναν ότι ήταν της εποχής για να πουλήσουν. Άντρες ρωμαλέοι, που δεν άφηναν να κάτσει μύγα πάνω στο σπαθί τους. Χιλιάδες αναμνήσεις, που δε λένε να φύγουν από μέσα μου. Σε αυτήν τη γειτονιά αντρώθηκα και νοιώθω τυχερός γι αυτό. Εκεί το έφερε η τύχη μου και γνώρισα δυο αυθεντικούς εκπροσώπους της λαϊκής μουσικής. Τον Γιώργο Μάμμο και τον Νίκο τον Βραχνά (Μουστάκιας).

Ο Γιώργος Μάμμος

Ο κυρ-Γιώργος γεννήθηκε στις 9 Σεπτεμβρίου 1935, στη Δραπετσώνα. Το πρώτο μπουζούκι του το πήρε ο πατέρας του. Έμαθε πολύ μικρός το όργανο από τον Αθανασίου το «Γύφτο». Τόσο αγαπούσε το μπουζούκι, που από μικρός, στο σχολείο που πήγαινε, του έβαζε χέρι ο δάσκαλός του, προσπαθώντας να τον κάνει να το παρατήσει και να μάθει γράμματα. Εμφανίστηκε πρώτη φορά στον Αη-Γιώργη Περάματος, όταν ήταν 18 χρονών. Ήσυχος άνθρωπος ο Μάμμος, κυριλέ. Οικογενειάρχης με πέντε παιδιά, τρία κορίτσια και δυο αγόρια. Δεν είχε καμμιά σχέση με τη μαγκιά, κι ας τους γνώρισε όλους τους μάγκες της εποχής. Έπαιξε μαζί με τον Τσιτσάνη και τον Παπαϊωάννου μαζί στο πάλκο. Συνόδεψε τα μεγαλύτερα ονόματα της λαϊκής μας μουσικής με το μπουζούκι του: Καζαντζίδη, Διονυσίου, Αγγελόπουλο, Γαβαλά και πολλούς άλλους. Η Καίτη Γκρέυ έχει βαφτίσει και την πρωτοκόρη του, την Κωνσταντίνα.






Στο πάλκο με Γιώτα Γιάννα, Καίτη Γκρέυ, Βασίλη Τσιτσάνη και άλλους.
Θυμάμαι που είχε μια Φλορέτα και έβαζε το μπουζούκι στην πλάτη δεμένο, για να φύγει στο μεροκάματο. Η κυρά Γεωργία, η γυναίκα του, έβγαινε στην αυλή και τού 'κανε σταυρούς από πίσω. Ήταν πολύ θρησκευόμενοι άνθρωποι. Ανεβαίνανε πολλές φορές με αυτοκίνητα οι τραγουδιστάδες και οι φίρμες της εποχής για να κάνουν επίσκεψη ή πρόβες σε τραγούδια μαζί του και εμείς τα πιτσιρίκια, που τα παίρναμε χαμπάρι από την αλάνα, φωνάζαμε: «Αμάξι ανεβαίνειιιιι την ανηφόρααααα!». Δεν υπήρχε σπιτικό τότες στην γειτονιά που να είχε αυτοκίνητο δικό του. Ξέραμε ότι κάποιος τραγουδιστής θα ήταν, που ήθελε να δει τον κυρ Γιώργο. Ένα βράδυ είχε έρθει ο Στράτος Διονυσίου για πρόβα και με έστειλε η μάνα μου, παραμύθι τώρα η ιστορία, να ρωτήσω τί ώρα είναι. Μήτε ρολόγια δεν είχαμε τότες στο φτωχικό. Πάω λοιπόν και χτυπάω την πόρτα και με πιάνει ο κυρ-Γιώργης ο Μάμμος και με βάζει στην άκρη στο μπαουλοντίβανο και χάζευα. Ο Γιάννης Μωραΐτης είναι πρώτος ξάδελφος του Μάμμου. Είχε τότες έναν ενισχυτή θυμάμαι ο κυρ-Γιώργος, έναν ασημένιο μεγάλο, και τον βγάζανε στην αυλή και κάνανε κόντρες στα ταξίμια. Μαζεύονταν όλος ο ντουνιάς γύρω-γύρω στη μάντρα και χαζεύανε, όπως στο θέατρο. Ανάσταση στο μικρό χωριό μας. Όταν πέρασαν τα χρόνια και μεγάλωσα, πηγαίναμε στα μαγαζιά που δούλευε. Όπου και να δούλευε. Κορυδαλλό, Ελευσίνα, Ασπρόπυργο, Νίκαια, Φάληρο, όπου και να ήταν, για να ακούσουμε τον κυρ-Γιώργο. Σου έπαιζε όποιο τραγούδι γούσταρες και καπάκι άλλα 15. Μια ορχήστρα από μόνος του ήτανε. Μπουζούκαρος με νταλγκά στην πένα του. Μεγάλος καλλιτέχνης. Ο Γιώργος Μάμμος είχε το κοινό του, που τον αγαπούσε και τον ακολούθαγε σε όλα τα μαγαζιά.






Με Γιώτα Γιάννα, Μανώλη Αγγελόπουλο, Καίτη Γκρέυ και άλλους.
Ο λόγος πού σταμάτησε να παίζει με τα μεγάλα ονόματα του πενταγράμμου, ήταν επειδή ήταν υποχρεωμένος να κάνει μαζί τους περιοδείες. Στο εσωτερικό, αλλά και στο εξωτερικό. Ο Κυρ Γιώργος αποφάσισε τότες να μείνει με την οικογένειά του. Θα μου μείνει αξέχαστο ένα βράδυ που βοήθαγα τον πατέρα μου και χτίζαμε λαθραία την τουαλέτα του κυρ- Γιώργου. Εκεί που κουβαλάγαμε τσιμεντόλιθους, που κόλλαγε ο γέρος μου, τον ερώτησα γιατί φοράει γάντια. «Κώτσο, έτσι και βγάλω ρόζους στα χέρια σαν τον πατέρα σου, δεν θα μπορώ να παίξω μπουζούκι και θα χάσω τη δουλειά μου», μου απάντησε. Και ένα άλλο περιστατικό δεν θα ξεχάσω ποτέ. Ένα φεγγάρι, περίπου δεκαοχτώ χρονών πρέπει να ήμουνα, πήγα με τον φίλο μου που έκανα παρέα τότες, τον Νίκο Κούβαρη, στην Πέτρου Ράλλη, στου Σήφη, όπου έπαιζε ο Μάμμος. Ένα άγριο σκυλάδικο γεμάτο μάγκες. Το είχαν στα χέρια τους οι Μανιάτες τότες και εμείς κάναμε τα κοκοράκια, επειδή τους ξέραμε. Μπλεχτήκαμε σε ένα τσαμπουκά. Σταματάει αμέσως ο κυρ-Γιώργης το παίξιμο, αφήνει το μπουζούκι στην καρέκλα και μπαίνει στη μέση. Λόγω σεβασμού προς το πρόσωπό του δε μας σφάξανε κείνο το βράδυ.
Έχει γράψει πολλά τραγούδια, αλλά το πιο γνωστό είναι το «Κελί 33». Αρχικά ήθελε να το δώσει στο Διονυσίου να το πει, αλλά αυτός το απέρριψε. Μετά το πήρε ο Μαργαρίτης. Στα κέντρα που έπαιζε τότες, το έλεγε με τους αυθεντικούς στίχους, που άλλαξαν μετά.


Εδώ μερικά ακόμα βίντεο που τραβήχτηκαν στο σπίτι του μέσα και δείχνουν πόσο μεγάλος καλλιτέχνης ήταν.


Τον είχα παρακαλέσει κάποτε, που είχα κατέβει διακοπές στην Ελλάδα, να φτιάξουμε μερικά, για να τον έχω στην ξενιτιά να τον βλέπω. Ο κυρ-Γιώργος έφυγε από την ζωή στις 24 Αυγούστου του 1996. Από την κακιά αρρώστια. Κάτι μήνες μετά τον ακολούθησε και η κυρά του.

Ο Νίκος Βραχνάς

Ο Μουστάκιας γεννήθηκε στον Πειραιά το 1941. Ήτανε πολύ καλός άνθρωπος. Τον αγαπούσε η γειτονιά. Τον καλοκοιτάγανε, θυμάμαι, οι γυναίκες, επειδή ήταν ομορφάντρας. Δεν πείραζε κανέναν, αλλά μην τυχόν και τον επείραζες. Έβρισκε παλιά γραμμόφωνα, τα επισκεύαζε και τα πουλούσε. Δε θα ξεχάσω τα βράδια τη φωνή που έβγαινε από το χωνί κι ακουγόταν σε όλη τη γειτονιά. Η φωνή του Μάρκου να σκίζει τα σκοτάδια. Σαν λύκος άγριος ακουγόταν στα αυτιά μου τότες.






Ο Μουστάκιας στρατιώτης
Σύχναζε πιτσιρικάς στα υπόγεια όπου παίζανε οι παλιοί. Αυτοδίδακτος και τα πρώτα πατήματα στο μπουζούκι του τα έδειξε ο ίδιος ο Κερομύτης. Τον θυμάμαι τον Στέλιο, γύρω στο ’70, που ανέβαινε πάνω για επίσκεψη στους Βραχνάδες. Καβάλα στη Φλορέτα του, με το μαλλί λαδωμένο και μπροστά το κοκοράκι. Επίσης έκανε πολύ παρέα και με τον Στέλιο Βαμβακάρη. Ο ίδιος ο Στέλιος τον θεωρούσε αδερφό του, όπως κάποτε μου είπε, που τον τράκαρα στο Μοναστηράκι. Ήμουνα 21 χρονών. Είχα απολυθεί από φαντάρος και δούλευα στον Περαία, στο μηχανουργείο του Πετσάλη, στη Ρετσίνα. Φτιάχναμε καφεκοπτικές μηχανές, μύλους. Εκεί ξαναπέτυχα ένα πρωί τον κυρ-Νίκο. Γύρναγε με την τρίκυκλη BMW, με την τετράγωνη κασόνα από πίσω, και μάζευε τη σαβούρα, τα γρέζια από τα μηχανουργεία. Μια μέρα μου λέει: «Άιντε ρε Κώτσο, έλα να σε μάθω μπουζούκι». Έδωσα θυμάμαι όλο το βδομαδιάτικο, πεντέμιση χιλιάδες δραχμές, και πήγαμε στου Τσακιριάν και μου διάλεξε ένα μπουζούκι. «Κώτσο, όποτε γουστάρεις θα ανεβαίνεις πάνω και θα σου δείχνω». Είχα φύγει τότες από την παλιά γειτονιά και έμενα στον Κορυδαλλό με την Κυρά. Τράβαγα με το μπουζούκι αγκαλιά με τα πόδια για την Νεάπολη. Όποτε και να του χτύπησα την πόρτα από το φτωχικό, ποτέ δεν μου είπε όχι. Καθόμασταν στο κουζινάκι το χειμώνα, με τη σόμπα υγραερίου στη μέση, και από κοντά η γυναίκα του η κυρα -Βούλα. Ο Μουστάκιας δεν ήξερε νότες και τέτοια. Μου έπιανε το δάχτυλο, δείχνοντας πού να πατάω. «Εδώ θα πατάς Κώτσο»...ντου ντου ντου ντουμ.... Έπιανε το δάχτυλό μου και μου το κόλλαγε πάνω στο τάστο. «Και πότε πότε να τις βαράς όλες τις χορδές στο κατέβασμα. Και να τραγουδάς όταν παίζεις. Τραγούδα να βγαίνει η ψυχή σου. Για πάρτη σου παίζεις και σε όποιον αρέσει, μάγκα μου.»
Πρώτη η Φραγκοσυριανή. Δυο μήνες έκανα να μάθω την εισαγωγή και άλλους τρείς το τραγούδι. Το δεύτερο που του ζήτησα να μου μάθει, πάλι από τον Μάρκο, ήτανε το Χρόνια στον Περαία. Σχολάγαμε Σαββάτο στις 12 από τη δουλειά. Ερχότανε, λοιπόν, ο Μουστάκιας στην πιάτσα να φορτώσει σαβούρα. Εγώ είχα το μπουζούκι μαζί και μαζευόμασταν σε ένα μηχανουργείο παραδίπλα, παρέα με πολλούς μάγκες από την πιάτσα. Ο ένας νοίκιαζε τρίκυκλες μηχανές, ο άλλος είχε τόρνο, ο άλλος χυτήριο... Παραγγέλναμε και από το μαγειρείο τίποτα ούζα, κυδώνια, καβούρια. Έπιανε λοιπόν το μπουζούκι ο Μουστάκιας και γινότανε ανάσταση. Όσο έπινε, θυμάμαι, τόσο καλύτερος γινότανε. Αλλά έπρεπε νά σαι και προσεκτικός μαζί του. Όταν τον έβλεπες να παίζει, μπορούσες να φανταστείς τις παλιές εποχές του ρεμπέτικου. Άναβε και η φουφού στη μέση του μαγαζιού τον χειμώνα και πέφτανε ζεϊμπεκιές. Μιλάμε για εικόνες που μένουνε.
Σουρωμένος, μ’ έβαζε πάνω στην BMW όταν φεύγαμε, με το μπουζούκι στα χέρια εγώ, δίπλα του καθισμένος, και τραβούσαμε για κουτούκια. Εκεί βρίσκαμε παλιούς του φίλους, γεροντόμαγκες, ανθρώπους απλούς και λαϊκούς της πιάτσας. Γιορτή γινότανε όταν έμπαινε μέσα. «Καλώς το Νικόλα...Καλώς το Μουστάκια».

Πολλοί τον λέγανε Βραχνά
κι οι φίλοι του Mουστάκια
τους μάγκες με το τρίχορδο
έβαζε σε μεράκια.

Μες του Περαία τα στενά
Γύρναγε με την σούστα
Κάτσε Μουστάκια φώναζαν
και φτιάξε μας τα γούστα

Οι μάγκες τον μετράγανε
κι όλοι τον αγαπούσαν
με τις πενιές του τις βαριές
τα βάσανα ξεχνούσαν

Κάτι στίχους που έχω γράψει για αυτόν και ελπίζω μια μέρα να το κάνω τραγούδι.
Μια δόση, θυμάμαι, είχε ραντεβού με κάποιον παλιό μάγκα καραγκιοζοπαίχτη και κάποιον από την τηλεόραση, που τον ήθελαν στο τέλος των παραστάσεων που θα έκαναν, να παίζει τραγούδια του Μάρκου. Μπαίνουμε οι δυο μας μέσα, μου βάζει και μια κιθάρα στα χέρια. «Κώτσο, εδώ θα βαράς». Εγώ δεν είχα ιδέα, αλλά ποτέ δεν του είπα και όχι. Παίζουμε 2-3 τραγούδια, ο τύπος ενθουσιάστηκε και του πρότεινε να τον πάρει μαζί σε περιοδεία, που θα συνόδευε και η τηλεόραση. Δηλαδή όλα πληρωμένα. Ζόρικο μεροκάματο. «Άμα δεν έρθει κι ο Κώτσος μαζί, εγώ δεν πάω πουθενά». Ο άνθρωπος που του έκανε την πρόταση δεν ήξερε τι να πει. Και έτσι χάλασε η δουλειά. «Βρε κυρ-Νίκο», του λέω μετά, «γιατί πέταξες από τα χέρια σου τέτοια ωραία δουλειά;» «Τίποτα, χωρίς εσένα Κώτσο δεν πάω πουθενά».
Αυτός ήτανε ο Μουστάκιας. Δύσκολος χαρακτήρας. Ή σε πήγαινε ή δεν υπήρχες για αυτόν. Γύρναγε στο Μοναστηράκι, στο παζάρι, όπου έπαιζε με παρέες στα στέκια. Σύχναζε σε ένα καφεναδάκι στη Λεύκα, κοντά στην οδό Ρετσίνας, όπου μαζευόντουσαν οι μουντζούρηδες της πιάτσας. Από κει μπροστά περνούσανε οι γραμμές του τραίνου. Μού λεγε, πως βλέποντας το τραίνο να περνάει, έβγαλε πάνω στο νταλαβέρι το δίστιχο: «Οι μάγκες δεν υπάρχουν πιά τους πλάκωσε το τραίνο».
Το έπαιζε και το τραγουδούσε συχνά. Μου λέει κάποτε: «Ρε Κώτσο, δικοί μου είναι οι στίχοι. Αλλά πού να ξεκινήσω δικαστήρια μ‘ αυτές τις κουφάλες, εδώ δεν έχουμε να φάμε, δεν υπάρχει σάλιο». Έβγαζε αυθόρμητα στίχους, παίζοντας τα μάγκικα της εποχής με αδέσποτους, παλιούς στίχους, που δεν έχουν ξανακουστεί. Τραγούδαγε στην "Παξιμαδοκλέφτρα":
Άιντε γκαστρωμένη δίχως άντρα
άιντε πού το βρήκες το παιδί
άιντε το κρατάς στην αγκαλιά σου
άιντε και του δίνεις το βυζί.

Ή στο "Κάτω απ' το ραδίκι":


Άιντε ντούρα-ντούρα ντούρα-ντούρα άιντε στραβοκάνα και καμπούρα
Και όταν ήταν στα ντουζένια του, η καμπούρα γινότανε και χαμούρα.
Είχε εμφανιστεί, τέλη του '70, στο «Να η ευκαιρία». Με επιτροπή την Σώκου, Παπαδόπουλο, Κατσαρό. Τον θυμάμαι με ριγωτό κοστούμι και ασπρόμαυρο παπούτσι, που κατέβαινε την κατηφόρα για να πάρει ταξί να πάει στην εκπομπή. Όταν το έβαλε λοιπόν η τηλεόραση, μετά από καιρό, είχε μαζευτεί όλη η γειτονιά μπροστά στο κουτί... (όλο κι όλο τρεις τηλεοράσεις είχαμε τότες στη γειτονιά). Μια Ουράνια, με ένα πλαστικό μπροστά της, που έκανε τρία χρώματα την οθόνη. Έγχρωμη την λέγαμε τότες. Έπαιξε τον «Αλανιάρη», που ήταν και το αγαπημένο του τραγούδι, και όταν τον ρώτησε ο Παπαδόπουλος αν ξέρει και κανένα άλλο, έφτιαξε και το «Ήμουνα μάγκας μια φορά» του Μάρκου. Μου είπε κάποτε ότι, στο τέλος της εκπομπής, του πρότεινε ο Λευτέρης Παπαδόπουλος να χτυπήσουν δίσκο με τα τραγούδια του Μάρκου και θα έπαιρνε 20.000 δραχμές. «Δε πάνε να αυτοθούν αυτοί και τα 20 χιλιάρικά τους ρε Κώτσο. Δεν αγοράζομαι εγώ», θυμάμαι τα λόγια του. Το είχε βρει κοροϊδία.




Ο Νίκος Βραχνάς, σε μια φωτογραφία από τα τελευταία του χρόνια.
Εμφανίστηκε επίσης το '80 σε ένα ντοκιμαντέρ του BBC για το ρεμπέτικο. Το 1989 έφυγα μετανάστης για τη Γερμανία κι έχασα επαφή. Κατέβηκα καλοκαίρι του 1994 στο πατρικό μου στη Νεάπολη να δω την οικογένειά μου. Πήγα στην αυλή του κυρ-Νίκου όπου επισκεύαζε τα γραμμόφωνα και με μια βιντεοκάμερα του ζήτησα να τον τραβήξω. Να παίξει μερικά τραγούδια για να τα έχω στην ξενιτειά να τον βλέπω. Φεύγοντας του άφησα και το μπουζούκι μου. Αυτό είναι το πρώτο που είχαμε πάρει κάποτες μαζί και αυτό που φαίνεται στα βίντεο που υπάρχουν στο διαδίκτυο. Μου είχε βάλει χέρι κιόλας, θυμάμαι, γιατί κρυφά είχα βάλει και φιγούρα πάνω του και είχα κλείσει τη φωνή του.


Μήτε δικό του μπουζούκι δεν είχε ο Μουστάκιας. Κι αν είχε πότε πότε κανένα, το έσπαγε πολλές φορές, πάνω στις μανούρες που έκανε.Ήταν αλανιάρης! Μάγκας! Σατράπικος χαρακτήρας, που έπαιζε το Πειραιώτικο, κι η λέξη αυτή τα έχει όλα μέσα. Δεν έπαιζε για να κονομήσει μεροκάματο, ούτε για να βγάλει πρόγραμμα και να τον χειροκροτήσουν. Έπαιζε τα κομμάτια και τα ζούσε. Το ’80 το ρεμπέτικο δεν είχε πέραση, ήτανε άλλες οι μόδες και το αποδιώχνανε. Οι σκληροπυρηνικοί του Περαία, όμως, με αυτά τα τραγούδια μεγάλωσαν κι αυτή την κουλτούρα είχαν και έχουν στο αίμα τους.
Μ' αγαπούσε ο κυρ-Νίκος. Και εγώ τον αγαπούσα. Ήταν ο συνδετικός κρίκος με το βουνό που μεγάλωσα. Χίλιες εικόνες και περιστατικά γεννιόντουσαν στο μυαλό μου όταν καθόμουνα μαζί του. Δεν ήταν η ξερή σχέση με κάποιον, που απλώς σου μαθαίνει μπουζούκι. Κάποτε, σ‘ ένα καφενείο που έπαιζε, πέταξε κάποιος μια στραβιά ειρωνική κουβέντα για μένα και κόντεψε να τον σκοτώσει. Ο γέρος μου μου έχει πει ότι γύρναγε μέχρι το τέλος του στις ψησταριές, έπαιζε με κάνα μπουζούκι που είχανε κρεμασμένο στον τοίχο και τον κερνάγανε. Η καρδιά του τον πρόδωσε το 2003.

Ρεζουμέ

Ο Γιώργος Μάμμος. Ένας οικογενειάρχης, που δεν είχε όμως καμία σχέση με αυτό που λέμε αλανιάρικη ζωή. Το παίξιμό του ήταν φοβερό, δεν υπάρχει καμία αμφιβολία, αλλά δεν είχε τη χροιά του καθαρού ρεμπέτικου. Αυτή τη χροιά της μεγάλης Πειραιώτικης σχολής. Ενώ με αυτά τα ακούσματα ξεκίνησε. Ήταν επαγγελματίας. Στο πάλκο και στο ξενύχτι για το μεροκάματο. Και από τη άλλη, ο Νίκος Βραχνάς. Ο Μουστάκιας, που έμεινε πιστός στον παλιό τρόπο παιξίματος. Πιστός στο Πειραιώτικο στυλ, μέχρι την τελευταία του στιγμή. Αλανιάρης άνθρωπος, που ο χαρακτήρας του είναι αποτυπωμένος στο παίξιμό του.
Ξέρεις να ακούς; Μπορείς να καταλάβεις την διαφορά; Εδώ είμαστε... Αυτή είναι η μισή αλήθεια φίλε μου για το τι πάει να πει ρεμπέτικο.
Ίδια ηλικία, ίδια γειτονιά , τα ίδια τραγούδια είχαν μέσα τους για ακούσματα. Και όμως, άλλο τρόπο παιξίματος είχε ο Μουστάκιας και άλλο ο Γ. Μάμμος. Εδώ είναι η διαφορά. Σταμάτα εδώ και προσπάθησε να νοιώσεις, να καταλάβεις... Ο λαϊκός και απλός άνθρωπος δεν είναι αυτομάτως και ρεμπέτης. Αυτός όμως που κάνει ρεμπέτικη ζωή, είναι και λαϊκός.

Σκέψεις

Διαβάζω λοιπόν συχνά, που ακόμα και σήμερα ψάχνονται πολλοί να βρούνε το τι πάει να πει ρεμπέτικο. Τι είναι ρεμπέτης, τι πάει να πει ρεμπέτικη ζωή. Διαβάζω, που πολλοί και διάφοροι μιλούν για την εξέλιξη του μπουζουκιού. Αν χρειάζεται να γίνει ή όχι. Ας το πιάσουμε το θέμα σιγά σιγά.

Για την εξέλιξη

Ένα φεγγάρι πήρε κάποιος το όργανο και το έβαλε στα σαλόνια. Έφυγε από τους τεκέδες και από τα υπόγεια, δηλαδή από εκεί που γεννήθηκε, και βγήκε στο φως, στην επιφάνεια. Δηλαδή δόθηκε σε όλον τον κόσμο. Δεν ήταν πλέον το όργανο το απαγορευμένο. Ξαφνικά, έβγαζε άλλες μελωδίες, άλλους ήχους. Πιο κυριλέ. Μελωδίες που φτιαχνόντουσαν ανάλογα με τις εποχές και τα γούστα. Σάμπες, ρούμπες κ.λπ. Το αφομοίωσε η εποχή και η κάθε εποχή που ήρθε μετά. Αυτό να ονομάσουμε εξέλιξη; Μπορεί και ναι, μπορεί και όχι. Αναλόγως τι εννοούμε με αυτήν τη λέξη. Εγώ θα το έλεγα αλλαγή προσωπικότητας, πλέον, του οργάνου. Έβαλε μοντέρνα φορεσιά. Και συνεχίζουν να αλλάζουν οι εποχές. Συνεχίζουν να αλλάζουν τα γούστα. Δεν τα κατηγορώ. Προς θεού. Ο καθένας ας ξέρει μόνος του αν τον εκπροσωπεί αυτό που ακούει. Τα γούστα και τα ήθη αλλάζουν τόσο γρήγορα, που δεν μπορείς να τα καταλάβεις πλέον. Οι ταχύτητες σε αυτές τις αλλαγές έχουν μεγαλώσει, που δεν τις παίρνεις χαμπάρι.
Το μπουζούκι όμως έχει περάσει στην ιστορία σαν όργανο λαϊκό. Για μένα αυτό πάει να πει, ότι τα τραγούδια που γράφονται με αυτό το όργανο είναι για τους απλούς ανθρώπους. Γιατί το λαϊκό τραγούδι, όπως το ονόμασαν αυτοί οι πρωτεργάτες, ήταν γραμμένο από απλούς και ταπεινούς ανθρώπους και απευθυνόταν σε ανθρώπους της ίδιας πάστας.
Από το λαό για το λαό και όχι για τους από πάνω. Αυτοί μίλαγαν άλλη γλώσσα. Ο Μάρκος, έλεγαν παλιά. Όχι ο Βαμβακάρης. Ο Μάρκος... Ήταν δικός τους άνθρωπος, ο αδερφός τους, ο γείτονάς τους. Ο μαγκίτης, που έγραφε τα ντέρτια του κόσμου. Το αλάνι. Σήμερα λοιπόν, στέλνουν οι μπαμπάδες τα παιδάκια στο Μέγαρο, στα ωδεία, σε δασκάλους, για να μάθουν μπουζούκι. Εντάξει, όλα καλά, γιατί όχι; Πώς θα μάθει κανείς αλλιώς μπουζούκι; Αλλά είμαι σίγουρος ότι λίγοι από αυτούς, που θα κρεμάσουν τα διπλώματα στους τοίχους με υπερηφάνεια, θα καταλάβουν τι βαστάνε στα χέρια τους.
Το παραλληλίζω λίγο με τις σχολές χορού. Πάει ο άλλος για να του δείξουν να μάθει να χορεύει ζεϊμπέκικο. Θα του δείξουν δυο-τρείς φιγούρες και πάπαλα. Και λοιπόν; Έτσι είναι το ζεϊμπέκικο; Για να χορέψεις κάτι τέτοιο, πρώτα-πρώτα πρέπει να σε ακουμπήσει το τραγούδι που ακούς. Πρέπει να το γουστάρεις, να νταλγκαδιαστείς που λέμε. Στο χορό να βγάλεις τα αισθήματά σου, τα ντέρτια σου. Σε κάθε φιγούρα και κάθε στροφή που θα κάνεις, είναι πολλά κρυμμένα από πίσω. Που μόνο εσύ τα ξέρεις. Γιατί όταν χορεύεις ζεϊμπέκικο, χορεύεις για πάρτη σου. Και όχι για τα παλαμάκια, όχι για τη φιγούρα. Τέρμα.
Πώς θα μάθεις λοιπόν στον άλλον πώς θα χορέψει; Θα του μάθεις να αισθάνεται, να νταλγκαδιάζεται, να μπορεί να εκφράζεται με το χορό που κάνει; Δε γίνονται αυτά. Αυτά τα κάνει ο ψυχολόγος και ο ψυχίατρος. Όχι ο δάσκαλος χορού. Αυτό που θα μάθει λοιπόν είναι να αντιγράφει. Φιγούρες που κάνει ο καθένας. Φιγούρες από το Σούπερ Μάρκετ, που έχουν αγοράσει εκατοντάδες άλλοι.
Εδώ είμαστε....
Κάπως έτσι γίνεται και στις σχολές μουσικής. Φυσικά και θα μάθεις δρόμους, θα μάθεις τις νότες, θα γίνεις τζιμάνι. Αλλά είναι σίγουρο ότι ξέρεις τι βαστάς στα χέρια σου;;;
Ένας δεξιοτέχνης μουσικός φυσικά μπορεί να παίξει μέχρι και Μπετόβεν με το όργανο αυτό. Καμία αντίρρηση. Υπάρχουν σήμερα μερικοί που ανταγωνίζονται τον πρωταθλητή των 100 μέτρων πάνω στο όργανο. Ωραία. Μπράβο. Μάγκα τον λένε οι άλλοι, παλαμάκια με τις οκάδες, λουλούδια και γιρλάντες. Εξέλιξη να το πούμε και αυτό; Σίγουρα όχι. Κατήφορος, θα έλεγα καλύτερα. Η προσωπικότητα αυτού του οργάνου είναι άλλη. Οι μυρωδιές που πρέπει να βγαίνουν από αυτό το όργανο είναι άλλες, διαφορετικές. Μπουζούκι για μένα, φίλε, είναι να βγάζεις την ψυχούλα σου πάνω στο όργανο. Απλά πράματα, όχι τρεξίματα και παραμύθια. Το περίσσιο χαλάει το ίσο, λέει ένας φίλος.
Εδώ είμαστε.....
Όταν είσαι φιγουρατζής, θα το καταλάβουν οι άλλοι. Μην ξεχνάς ότι απευθύνεσαι στο λαό. Στους απλούς ανθρώπους. Δεν τους έχει παρασύρει όλους το ρέμα. Υπάρχει κόσμος που ακόμα καταλαβαίνει, και για αυτόν παίζεις. Δεν είσαι παραμύθης. Άσε τους υπόλοιπους να βάζουν κορδελάκια και να ψάχνονται. Δεν τρέχει τίποτα. Τα κορδελάκια δεν μπορούν να στολίσουν αυτό το όργανο. Πάρε άλλο στα χέρια σου. Είναι σα να θέλεις να αλλάξεις την παράδοση. Αμαρτία, δεν κάνει. Ξέφτισαν έτσι και αλλιώς όλα στην εποχή μας. Ας κρατήσουμε και κάτι όρθιο.
Το μπουζούκι είναι ταυτισμένο με ένα είδος μουσικής. Τέρμα. Βαφτίστηκε στην εποχή του Ρεμπέτικου, μεγάλωσε στα βαριά λαϊκά, λαϊκά, ελαφρά... Μην το προχωρήσουμε και άλλο, μην το ξεκάνουμε κιόλας. Μην το ντύσουμε και με άλλα φορέματα. Αρκετά έχει βάλει όλα αυτά τα χρόνια. Άλλο ένα βήμα και έφτασε ο γκρεμός. Αυτοί που έγραψαν τη μουσική μας παράδοση με αυτό το όργανο, θα στριφογυρνούν μέσα στους τάφους τους. Κρίμα είναι και αδικία.

Για το Ρεμπέτικο

Τα γράμματα βγήκαν από τους αγράμματους. Μεγάλη κουβέντα του Γιάννη Μωραϊτη. Για μένα, σε αυτήν την πρόταση μέσα, κρύβεται η άλλη μισή αλήθεια για το τι εστί Ρεμπέτικο. Μια ευκαιρία για ανάλυση, από όλους τους ρεμπετολόγους, σεισμολόγους, ηλεκτρολόγους. Και όλους αυτούς που προσπαθούν να αναλύσουν την λέξη ρεμπέτικο, λες και είναι μια λέξη από άλλον πλανήτη. Που προσπαθούν με μικροσκοπικό φακό στα χέρια, σαν τους μικρούς εξερευνητές, να βρουν το μεγάλο μυστικό, λες και ο χρόνος που γράφτηκαν όλα αυτά τα τραγούδια, που σήμερα τα λέμε ρεμπέτικα, είναι χιλιάδες χρόνια πίσω.
Ακόμα υπάρχουν οι μυρωδιές από εκείνη την εποχή στον αέρα. Δε χάθηκαν. Ακόμα υπάρχουν άνθρωποι που έζησαν κοντά σε αυτά τα μεγαθήρια, που μας αφήσανε αυτήν την κληρονομιά. Ακόμα υπάρχουν άνθρωποι, που έπεσαν κάτω από το δέντρο, αλλά όχι μόνο έβγαλαν δικές τους ρίζες, αλλά βγάζουν και τα ίδια φρούτα. Που μιλάνε την ίδια γλώσσα. Που φιλτράρουν με τον ίδιο τρόπο τον αέρα που αναπνέουν, ακριβώς όπως οι παλιοί.
Εδώ είμαστε...
Αρκεί να τους βρεις και να μιλήσεις μαζί τους. Αρκεί να τους εμπιστευτείς. Και όχι να ακούς όλους αυτούς τους δήθεν, που επειδή έχει πέσει στα χέρια τους μια σπάνια φωτογραφία, ένας σπάνιος δίσκος, μια ηχογράφηση, έχουν γυρίσει ένα ντοκιμαντέρ κ.λπ., κάνουν τους ειδικούς και τους καμπόσους. Δεν έχουν καμιά σχέση. Είναι από άλλο έργο, από άλλη ταινία. Οι πιο πολλοί από αυτούς πάνε για τη δόξα, για το χρήμα. Αν όμως από αυτά πού θα ακούσεις, δεν πιάσεις το νόημα σε κάτι, και δεν είσαι σύμφωνος με αυτά που λέει, μην τα απορρίψεις όλα. Είναι μάλλον που δεν μιλάς την ίδια γλώσσα μαζί τους. Μια γλώσσα που έχει σα βάση... Ένα και ένα κάνουν δυο. Ούτε δυόμιση, ούτε ενάμιση. Γιατί αλλιώς κυκλοφοράει το αίμα των παλιών. Αλλιώς μιλάνε, αλλιώς ενεργούν, αλλιώς σκέπτονται. Δε λένε πολλά. Έχουν μια γλώσσα που δεν την ακούς καμιά φορά. Με μια ματιά, σου τα είχαν πει όλα...
Ψάχνουν ακόμα πολλοί, απεγνωσμένα, να βρουν γιατί ονομάστηκε αυτό το είδος τραγουδιών ρεμπέτικο και αν είναι σωστή η ονομασία. Πιάνονται πολλές φορές από μια λέξη και για να την αναλύσουν γράφονται βιβλία ολόκληρα. Λες και έχει κάνα νόημα. Γράφουν, γράφουν, γράφουν, και είναι σα να αναλύουν το νόημα της σιωπής. Έχω την εντύπωση ότι τα περισσότερα γίνονται για να γυρνοβολάει το ρούβλι, και η μια τράμπα να ακολουθεί την άλλη...
Πάρε ένα παράδειγμα... Προσπάθησε να φανταστείς αυτήν τη φάση: Ο Μάρκος κάθεται στην ψάθινη καρέκλα στο πεζοδρόμιο. Λιάζεται και κόβει κίνηση. Περνάει μια γειτόνισσα από μπροστά του, πηγαίνοντας για ψώνια. Βλέποντας τον Μάρκο μπορεί να έσπαγε και την μέση της, όπως οι βαρκούλες του Περαία. Ο Μάρκος την μπανίζει λοιπόν και βγάζει το στίχο: «Είσαι αφράτη σα φρατζόλα, σαν το χάσικο ψωμί». Δηλαδή πρέπει να αρχίσουμε τώρα να αναλύουμε γιατί είπε χάσικο, και δεν είπε σιταρένιο, γιατί είπε φρατζόλα και δεν είπε φρατζολάκι; Μήπως επειδή ήταν γεματούλα και όχι αδύνατη;
Αυτό το αίσθημα έχω καμμιά φορά όταν διαβάζω τις αναλύσεις μερικών. Δηλαδή πάμε να αναλύσουμε το αυτονόητο. Προσπαθούμε να βρούμε απόκρυφες έννοιες μέσα στους στίχους των τραγουδιών. Ο άνθρωπος την γούσταρε τη Μαρίτσα και όπως την έβλεπε κάθε μέρα να περνάει, και μπορεί κιόλας να του έκανε και τίποτα τσαλιμιές, έγραψε το τραγούδι. Τέρμα. Μην ψάχνεις. Δεν έχει νόημα. Κάθε παραπάνω λέξη είναι περιττή και κατακριτέα. Βλασφημία. Δεν ήταν κανένας σοφιστικέ, ούτε κανένας που έγραφε άλλα και εννοούσε άλλα. Απλά λόγια και σταράτα. Είπαμε ότι αυτήν την γλώσσα μίλαγαν τότες. Ένα και ένα κάνουν δυο.
Λαϊκή μουσική είπε ότι έγραφε. Και πολλοί βασίζονται πάνω σε αυτό και λένε: «Είδες; Μέχρι και ο Μάρκος τα είπε λαϊκά τα τραγούδια. Και όχι ρεμπέτικα.». Εμ βέβαια. Μήπως ήξερε τι μπάχαλο θα γίνει μετά από δεκαετίες με τους εξερευνητές; Με το λαό έκανε νταλαβέρι. Πώς θα τα ονόμαζε; Τα μισά τραγούδια του να τα έλεγε χασικλίδικα και τα άλλα μισά λαϊκά; Λαϊκός άνθρωπος ήταν. Ένας από τους πολλούς. Δεν έκανε πιάτσα εκεί που οι άντρες βάσταγαν την ομπρέλα για να μην πάρει χρώμα το πρόσωπο της μανταμίτσας. Με το λαουτζίκο είχε πάρε δώσε.
Κάποτε που άλλαξε η χροιά από τα τραγούδια που έβγαιναν, δηλαδή τα βαριά λαϊκά, τα λαϊκά, και τα ρέστα, ονόμασαν τα τραγούδια εκείνης της εποχής Ρεμπέτικα. Τί να κάνουμε τώρα; Κάπου έπρεπε να τους δώσουν έναν καινούργιο όρο, για να ξεχωρίζουν από τα άλλα. Μόνο που τα πήρε όλα η φόρα. Στο ίδιο συρτάρι μπήκε η «Σκύλλα» του Μάρκου, με το «Χόρεψέ μου τσιφτετέλι», που λέει η Ρόζα. Κάτσε καλά. Μεγάλο λάθος, που ακόμα και σήμερα μπερδεύει τον κόσμο τον πολύ.
Ρεμπέτης... ρεμπέτικο... Δυο λέξεις, που μπορείς να τις εξηγήσεις σε δυο λεπτά και να το πιάσει ο άλλος, ή να γράψεις δέκα βιβλία και να τον στραβώσεις πιο πολύ. Μπορείς να κατέβεις από Νίκαια στον Περαία σε 15 λεπτά, αλλά αν πας μέσω Καρδίτσας, μπορεί να χαθείς κιόλας. Κάποια πράγματα, ή σου μιλάνε με την μία και τα πιάνεις ή ξέχασέ το. Στο φεγγάρι να σε στείλουν με πύραυλο και να γυρίσεις, και μια μετάγγιση αίματος να σου κάνουν καπάκι, αν δεν μπορείς να το νοιώσεις, δεν το νοιώθεις με τίποτα. Έτσι είναι αυτά τα πράματα.

Κώστας Ραυτογιάννης

Οι φωτογραφίες είναι από τα προσωπικά αρχεία της οικογένειας Μάμμου και Βραχνά.

2 σχόλια:

  1. δούλεψα και εγω στον Περαία και φτιάχναμε καφεκοπτικές μηχανές εχω ενσημα με ωοειδή σφραγιδα απο το μηχανουργειο του Πετσάλη !

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Τωρα ειδα το σχόλιο..Οταν ημουν εκεί,δούλευε ο Μάκης ,ο Γαρμπής ο Σύριος στον τόρνο,και ο γιός του αφεντικού ο Γιάννης.Αρχές του 80 ηταν.

      Διαγραφή